ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΟΨΗ
Τοιχογύρια
Οι ιδιοκτησίες του Κάμπου οι οποίες καταλάμβαναν μεγάλες εκτάσεις περιβάλλονταν από ψηλούς λίθινους μαντρότοιχους – τοιχογύρια. Οι περίβολοι αυτοί, συνυφασμένοι με τα αμετάβλητα επί αιώνες όρια των ιδιοκτησιών, κυρίως διασφάλιζαν την ιδιωτικότητα των κατοίκων από το βλέμμα των περαστικών. Επίσης, προστάτευαν τις καλλιέργειες από τη σκόνη, την ασκοθάλασσα αλλά και τους αναβάτες (κλέφτες). Στην εσωτερική πλευρά αυτών των τοίχων υπήρχαν υποστυλώματα (κτιστές κολώνες).
Το μοτίβο κατασκευής του τοίχου ήταν είτε το βυζαντινό [πλινθοπερίκλειστο], δηλαδή της τοποθέτησης μικρών και λεπτών κομματιών κεραμίδας (αργότερα μικρές, στρογγυλές, κοκκινωπές πέτρες σαν κουμπιά) ανάμεσα στις πέτρες και εκεί που τις συγκολλούσαν με τον ασβέστη ή μεγάλη ψιλή πέτρα (κουσάτο) ή πιο σπάνια τοιχογύρια σοβαντισμένα με ξυστά.
Για τα τοιχογύρια των κτημάτων οι κατασκευαστές χρησιμοποιούσαν ως βασική μέθοδο λαξευμένους λίθους από την πλευρά του δρόμου και επιχρισμένη αργολιθοδομή, δηλαδή ακατέργαστη πέτρα, για την εσωτερική πλευρά. Στο επάνω μέρος του τοίχου τοποθετούσαν κορνίζα, ενώ το «καβάλο» που ήταν τριγωνικό, από ασβέστη ή αστρακιά, για να απομακρύνει τα νερά, το γέμιζαν με σπασμένα γυαλιά για λόγους ασφαλείας.
Αυλόπορτες
Οι αυλόπορτες του Κάμπου αποτελούν ένα βασικό μορφολογικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής των αρχοντικών. Αποτελούν την κύρια και μοναδική είσοδο στην αυλή και κατ’ επέκταση στο κτήριο. Οι αυλόπορτες είναι τόσο εντυπωσιακές, που αντανακλούν τον πλούτο και τη δύναμη της κάθε οικογένειας.
Οι είσοδοι έχουν τοξωτό υπέρθυρο, του οποίου η κορυφή βρίσκεται σε ύψος πάνω από 3μ. από το επίπεδο του εδάφους. Σχεδόν σε όλες τις αυλόπορτες οι καμάρες έχουν ημικυκλικό σχήμα. Οι τοίχοι τους φέρουν κόκκινες και κίτρινες δοξόπετρες, ενώ σε πολλές πόρτες η τοιχοποιία τους έχει κόκκινους χρωματισμούς. Το τελείωμα στην κορυφή της αυλόπορτας γίνεται με αρκετούς τρόπους. Ο πιο συνηθισμένος είναι η τριγωνική σκεπή επιχρισμένη με αστρακιά για να φεύγουν τα νερά. Ένας άλλος τρόπος είναι, αφού χτίζεται πρώτα το λίθινο γείσο, έπειτα να προστίθεται μια επικλινής λίθινη επίστεψη. Ένας τελευταίος σπάνιος τρόπος επίστεψης της αυλόθυρας είναι το τελείωμα με διπλή σειρά από όρθιες μυτερές πέτρες ελεύθερες μεταξύ τους, όπως η κεντρική πόρτα στο κτήμα Αργέντη.
Πάνω από το κλειδί της καμάρας εντοιχίζεται ένα λιθανάγλυφο που αναπαριστά το οικόσημο της κάθε οικογένειας ή αν η οικογένεια δεν είχε οικόσημο, στην πέτρα απεικονίζεται η μορφή ενός Αγίου, τα αρχικά του ιδιοκτήτη ή και διάφορες παραστάσεις. Στις περιπτώσεις όπου οι αυλόθυρες βρίσκονται σε όχθες ρεμάτων υπάρχουν ράμπες, οι οποίες καταλήγουν στην είσοδο και εκεί διαμορφώνονται σε μικρούς εξώστες.
Οι αυλόπορτες είχαν μεγάλο φάρδος για να επιτρέπεται η είσοδος και η έξοδος των ζώων, και κυρίως των αλόγων και των μουλαριών στο κτήμα. Τα φύλλα της πόρτας ήταν πάντα δύο, κατασκευασμένα παλαιότερα από ξύλο, αλλά και σίδερο στα νεότερα χρόνια. Οι επιφάνειες των φύλλων ήταν διακοσμημένες με μπρούτζινες λεπτομέρειες (καρφιά κ.ά.). Τα μπρούτζινα χερούλια, τα χτυπήματα και οι κλειδαριές ήταν και αυτά περίτεχνα κατασκευασμένα, δίνοντας την όψη καστρόπορτας.
Σήμερα, η εικόνα των αυλόπορτων έχει παραμείνει η ίδια σε μεγάλο βαθμό. Σε νεότερα όμως αρχοντικά κυρίως του 19ου και 20ου αιώνα, η αυλόπορτα είναι μια μεγάλη σιδερένια επιβλητική πόρτα με κάγκελα. Η διαφορά της με την τυπική αυλόπορτα που περιγράφεται παραπάνω είναι ότι ο συγκεκριμένος τύπος πόρτας επιτρέπει στον περιηγητή να δει και να θαυμάσει την αρχιτεκτονική του αυλόγυρου και να μην μείνει κρυμμένος πίσω από το μεγάλο όγκο της.
Σκάρπες
Σε μια παραδοσιακή «καμπούσικη» αυλόθυρα παρατηρούμε δεξιά και αριστερά δύο τετράγωνες πέτρες-πεζούλια, δηλαδή τις σκάρπες, τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι προκειμένου να ανέβουν εύκολα στα ζώα. Η χρήση αυτών των πετρών ήταν ιδιαίτερα απαραίτητη τον χειμώνα όταν οι δρόμοι ήταν υγροί και λασπωμένοι. Μερικές πέτρες είχαν 2 ή 3 σκαλοπάτια από τα οποία το πάνω σκαλοπάτι είχε ύψος 3 ποδιών από το έδαφος. Η επάνω πλάκα αυτών των πεζουλιών είναι συχνά μαρμάρινη ή κατασκευασμένη από σκληρή πέτρα, ανθεκτική στην αποσάθρωση, από την Ερυθραία της Μικράς Ασίας (Πικιώνης, 2000). Αρκετά συχνά χτίζονταν και μικρά καθιστικά έξω από τις αυλόπορτες για προσωρινή στάση και ξεκούραση.
Σήμερα, σε πολλά σημεία το ύψος της οδού έχει ανέβει ώστε να μην γίνεται αντιληπτή με σαφήνεια η λειτουργία που είχαν οι σκάρπες και τα πεζούλια κατά την ακμή των περιβολιών.
Δάπεδο
Λουκιανός Γιάννης, Οι βοτσαλωτές αυλές του Αιγαίου : ένα οδοιπορικό στις αυλές της Χίου, της Μυτιλήνης, της Ρόδου, της λοιπής Δωδεκανήσου, των Σπετσών και της Κρήτης, Αθήνα 1999
Οι παλαιότερες αυλές των αρχοντικών ήταν επιστρωμένες με [κροκάλες ή ] πλάκες από την τοπική θυμιανούσικη πέτρα. Τόσο οι αυλές όσο και τα μονοπάτια ήταν συνήθως στρωμένα με πέτρινες πλάκες οι οποίες σχημάτιζαν διάφορα μοτίβα. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος ήταν η χρήση κόκκινων και κίτρινων πλακών, εναλλασσόμενες στο χρώμα και διαγωνίως τοποθετημένες. Σήμερα υπάρχουν αυλές που είναι στρωμένες με πέτρινες πλάκες όπως το αρχοντικό Κωνίδου, ο ξενώνας Ρίζικο κ.ά.
Όμως, οι αυλές του Κάμπου, τόσο σε κατοικίες όσο και σε δημόσια κτήρια, είναι ξακουστές για τα βοτσαλωτά δάπεδα ή «λιλαδωτά», όπως είναι γνωστά στη Χίο. Πρόκειται δηλαδή για μεγάλες επιφάνειες που στρώνονται με βότσαλα της θάλασσας και ένα ισχυρότατο υδραυλικό κονίαμα (αστρακιά) από εξαιρετικούς μαστόρους, τους λεγόμενους Αστρακάρηδες.
Χώροι όπως το προαύλιο των ναών, οι αυλές των αρχοντικών και οι διάδρομοι του κτήματος είναι πάντοτε στρωμένοι με αυτό το είδος των μωσαϊκών. Συχνά, με αυτά τα άσπρα και μαύρα θαλασσινά βότσαλα επενδύεται το έδαφος γύρω από το μάγκανο, καθώς και η κεντρική αλέα του περιβολιού.
Τα βοτσαλωτά δάπεδα του Κάμπου, σαν διακοσμητικό στοιχείο έδιναν πολυτέλεια στην αυλή και προκαλούσαν τον θαυμασμό. Ωστόσο, όμως, διέπονται και από κανόνες λειτουργικότητας αφού διαχώριζαν τον ιδιωτικό από τον δημόσιο χώρο.
Ο σεισμός του 1881 κατέστρεψε, εκτός των κατοικιών, και πολλές βοτσαλωτές αυλές. Σήμερα τα εναπομείναντα δάπεδα στις αυλές των αρχοντικών και των εκκλησιών απειλούνται από τις ρίζες των δέντρων, τα οποία δημιουργούν στατικά προβλήματα, με κίνδυνο να καταστραφεί αυτός ο πλούσιος διάκοσμος.
Βοτσαλωτά
Η ιδέα και ο τρόπος κατασκευής των βοτσαλωτών δαπέδων μπορούσε εύκολα να μεταφερθεί από τον ένα τόπο στον άλλο. Ωστόσο, το θέμα (μοτίβο) τους είχε σχέση με την κοινωνική τάξη του ιδιοκτήτη της οικίας και τις ευαισθησίες του σε θέματα διακόσμησης και τέχνης, γι αυτό και ήταν πολλές φορές μοναδικό. Τα θέματα που παρουσιάζονται στα χιώτικα δάπεδα είναι διακοσμητικά, φυτικά ή γεωμετρικά.
Οι τοπικοί τεχνίτες – μάστορες, οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από δύο γειτονικά, με τον Κάμπο, χωριά τα Θυμιανά και το Νεχώρι, επέλεγαν και συνέθεταν τα θέματα των βοτσαλωτών. Χρησιμοποιούσαν συμβολικά θέματα εμπνευσμένα από το Βυζάντιο ή την Αρχαία Ελλάδα όπως είναι ο δικέφαλος αετός, διακοσμητικά όπως είναι ο μαίανδρος, ο πλοχμός, η κληματίδα κ.λπ. Η καθημερινή ζωή αποτελεί τη δεύτερη πηγή έμπνευσης των μαστόρων με θέματα όπως πουλιά, ζώα, λουλούδια, δελφίνια, καράβια κ.ά.. Τέλος, θέματα προερχόμενα από την λαϊκή παράδοση δηλαδή γοργόνες ή δράκοντες και το κυπαρίσσια συναντάμε επίσης στα δάπεδα.
Στις αυλές του Κάμπου συναντάμε βότσαλα δύο χρωμάτων, μαύρα και άσπρα. Το μάζεμα των βότσαλών είναι μια κοπιαστική διαδικασία, αφού μαζεύονταν ένα ένα από την παραλία από τους ίδιους τους μάστορες. Τα μαύρα βότσαλα τα έπαιρναν από μια παραλία, τον Εμποριό στη Νότια Χίο. Τα άσπρα βότσαλα συλλέγονταν από την παραλία Καμάρι στην Αγιά Φωτιά κοντά στο Νεχώρι. Πιο σπάνια βλέπουμε σε σχέδια βοτσαλωτών αυλών και χρωματιστά (φαιά ή κόκκινα) βότσαλα.